Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἀπὸ τοῦ ψεύδους

См. также в других словарях:

  • ανιχνευτής ψεύδους — Συσκευή με την οποία από τις ψυχοβιολογικές αντιδράσεις του ατόμου μπορεί να διαγνωστεί αν αυτό ψεύδεται ή όχι, όταν του τίθενται συγκεκριμένες ερωτήσεις. Υπάρχουν διάφοροι τύποι συσκευών α.ψ. ανάλογα με το είδος της αντίδρασης που χρησιμοποιούν… …   Dictionary of Greek

  • Σουηδία — Κράτος της Βόρειας Ευρώπης μεταξύ της Φινλανδίας και της Νορβηγίας.H Σουηδία (Konungariket Sverige) είναι η μεγαλύτερη από τις σκανδιναβικές χώρες. Tα σύνορά της, που καθορίστηκαν μόνιμα με το Σύμφωνο της Bιέννης (1815), ορίζονται φυσικά από την… …   Dictionary of Greek

  • λογική — I (Μαθημ.). Μαθηματική επιστήμη, τα θεμέλια της οποίας βρίσκονται στο έργο του Αριστοτέλη Όργανον (βλ. λ. λογική [φιλοσοφική επιστήμη]). Ο μαθηματικός Μπουλ εισήγαγε στη λ. αυτή τον λογισμό, με τον οποίο αποφεύγονται πολλά προβλήματα που υπάρχουν …   Dictionary of Greek

  • διάβολος — I Κακό και βλαβερό πνεύμα, που εμφανίζεται σε όλες τις θρησκείες και είχε πλούσιες περιγραφές στην κλασική λογοτεχνία, στα κείμενα της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης και στα έργα παλαιών χριστιανών συγγραφέων. Η λέξη δ. σημαίνει συκοφάντης και… …   Dictionary of Greek

  • Καμπίρ — (Kabir, 1435 – Μαγαχάρ 1518). Ινδός θρησκευτικός μεταρρυθμιστής. Σύμφωνα με μια ινδική παράδοση, ο νεογέννητος Κ. εγκαταλείφθηκε από τη χήρα μητέρα του πάνω σε έναν λωτό, στις όχθες της λίμνης Λάχαρ Ταλάο, κοντά στην πόλη Μπεναρές, και βρέθηκε… …   Dictionary of Greek

  • Μπαρόχα Νέσι, Πίο — (Pio Baroja Nessi, Σαν Σεμπαστιάν 1872 – Μαδρίτη 1956). Ισπανός συγγραφέας, βασκικής καταγωγής. Προσωπικότητα επαναστατική, νέος ακόμα προέβαλε έντονες διαμαρτυρίες κατά του συμβατισμού και του ψεύδους που αισθανόταν να τον περιβάλλουν. Για την… …   Dictionary of Greek

  • αδικο- — α συνθετικό λέξεων τόσο τής Αρχαίας όσο και τής Νεοελληνικής, που προέρχεται από το επίθετο άδικος ή και από το επίρρ. άδικα, ιδίως στη σύνθεσή του με ρήματα ή μετοχές τής Νέας Ελληνικής π.χ. αδικο γερνώ, αδικο γραμμένος, αδικο δαρμένος, αδικο… …   Dictionary of Greek

  • ενιπή — ἐνιπή, η (Α) 1. επίπληξη, επιτίμηση, παρατήρηση, κατσάδα («αἰδεσθεὶς βασιλῆος ἐνιπήν», Ομ. Οδ.) 2. ύβρις, λοιδορία, χλευασμός, εμπαιγμός («ἐπίσχετε θυμὸν ἐνιπῆς», συγκρατείστε την ψυχή σας από τον χλευασμό, Ομ. Οδ.) 3. οργή («ἐνιπαὶ ἀθανάτων»,… …   Dictionary of Greek

  • επίμετρο — το (Α ἐπίμετρον) [επιμετρώ] 1. προσθήκη, συμπλήρωση για να ολοκληρωθεί το μέτρο 2. φρ. «εἰς ἐπίμετρον», «ἐν ἐπιμέτρῳ» επί πλέον, επιπρόσθετα νεοελλ. κεφάλαιο που προστίθεται στο τέλος συγγράμματος αρχ. αυτό που προστίθεται ως περισσό, παραπάνω… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Εκπαίδευση — Η ΠΡΟΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΟΙ ΜΕΓΑΛΟΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΙ ΤΟΥ ΓΕΝΟΥΣ Είναι οι λόγιοι της προεπαναστατικής περιόδου (β΄ μισό 18ου αιώνα μέχρι την κήρυξη της επανάστασης) οι οποίοι, προσβλέποντας στην πνευματική αναγέννηση του Γένους, που θα έφερνε και την… …   Dictionary of Greek

  • μαγεία — Στην κλασική αρχαιότητα, ο όρος αναφερόταν στη μαντική τέχνη των ιερέων του μαζνταϊσμού (ζωροαστρισμός), των λεγόμενων μάγων. Κατά τους ελληνιστικούς χρόνους, όταν η Περσία είχε χάσει την πολιτική της ανεξαρτησία, οι μάγοι αυτοί διασκορπίστηκαν… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»